-
1 σεβας
τό (только nom., acc. и voc. sing. и nom. и acc. pl. σέβη)1) благоговейный страх, благоговение(σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Hom.; αἰδώς τε σ. τε HH.)
σ. τὸ πρὸς θεῶν Aesch. — благоговейное почитание богов;Διὸς σ. Aesch. — благоговение перед Зевсом;σ. ἀστῶν Aesch. — благоговение граждан2) почтительное изумлениеσ. μ΄ ἔχει εἰσορόωντα Hom. — я смотрю с изумлением
3) предмет благоговейного почитания, святыня(Ἑρμῆς κηρύκων σ. Aesch.; ὦ σ. ἐμοὴ μέγιστον, Ἀγαμέμνων! Eur.)
τύμβος, σ. ἐμπόρων Eur. — гробница, чтимая путниками, μητρὸς σ. Aesch. священная матерь (земля);θεῶν σ. Soph. — святые боги4) предмет изумления или восторга(σ. πᾶσιν ἰδέσθαι HH.)
-
2 κηρυξ
1) глашатай(Ἑρμῆς, κ., κηρύκων σέβας Aesch.)
κηρύκεσσι κελεῦσαι κηρύσσειν ἀγορήνδε Ἀχαιούς Hom. — приказать глашатаям созвать на площадь ахейцев2) (= ἄγγελος См. αγγελος) вестник, гонец3) (= ἀπόστολος См. αποστολος) посланец, посол(Ἀλυάττης ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον …Ὁ μὲν δέ ἀπόστολος ἐς τέν Μίλητον ἤϊε Her.)
4) проповедник, провозвестник(δικαιοσύνης NT.)
5) зоол. герольд (морской моллюск, витая раковина которого употреблялась в качестве сигнального рожка) Arst., Anth.
См. также в других словарях:
κηρύκειο — Σύμβολο του θεού Ερμή. Επρόκειτο για το ραβδί που κρατούσαν στα χέρια τους οι κήρυκες της αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους. Το κ. των κηρύκων ήταν ένα ξύλο που είχε από τις δύο πλευρές δύο φίδια μπλεγμένα και αντιμέτωπα.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek